- συγγενικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται στη συγγένεια ή ταιριάζει σε συγγενή: Πέρασαν το βράδυ σε συγγενικό σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συγγενικός — congenital masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικός — ή, ό / συγγενικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγενής / συγγένεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί») 2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι») νεοελλ. 1. αυτός που απαρτίζεται από… … Dictionary of Greek
συγγενικά — συγγενικός congenital neut nom/voc/acc pl συγγενικά̱ , συγγενικός congenital fem nom/voc/acc dual συγγενικά̱ , συγγενικός congenital fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικῶν — συγγενικός congenital fem gen pl συγγενικός congenital masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικόν — συγγενικός congenital masc acc sg συγγενικός congenital neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικαῖς — συγγενικός congenital fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικαί — συγγενικός congenital fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικοῖς — συγγενικός congenital masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικοί — συγγενικός congenital masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενικοῦ — συγγενικός congenital masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)